- ὑπόγυρος
- ὑπόγῡρος, ον,A somewhat curved,
νῶτα Philostr.Gym.35
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νῶτα Philostr.Gym.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόγυρος — ον, ΜΑ ο λίγο κυρτός, ο κάπως καμπύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γυρός «καμπύλος»] … Dictionary of Greek
ὑπόγυρα — ὑπόγυρος somewhat curved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόγυροι — ὑπόγυρος somewhat curved masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπογυρώ — όω, Μ [ὑπόγυρος] κυρτώνω λίγο, καμπυλώνω ελαφρά … Dictionary of Greek